
Ο καταχρηστικός χαρακτήρας μη σαφούς συμβατικής ρήτρας βάσει της οποίας ο δανειολήπτης φέρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και η οποία δεν απηχεί νομοθετικές διατάξεις μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξετάζοντας υπόθεση δανείου που σύναψαν Ούγγροι πολίτες σε ουγγρικό νόμισμα με ρήτρα ελβετικού φράγκου.
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει σχετική κοινοτική οδηγία η οποία προβλέπει ότι ο εθνικός νομοθέτης οφείλει να προβαίνει σε εξισορρόπηση του συνόλου των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε συμβάσεις αυτού του είδους, χωρίς αυτό να σημαίνει αυτόματα ότι σε αυτό το πεδίο εμπίπτει κατά αυτόματο τρόπο, ρήτρα περί συναλλαγματικού κινδύνου,
"Ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας αυτής μπορεί, επομένως, να εξεταστεί από τον εθνικό δικαστή στον βαθμό που εκτιμά, κατόπιν κατά περίπτωση εξέτασης, ότι η ρήτρα δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο σαφή και κατανοητό", αναφέρει το ΔΕΕ.
Το ΔΕΕ κρίνει ακόμη ότι "τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις", κάτι το οποίο συνεπάγεται, ότι "η ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπική και γραμματική άποψη όσο και ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό της".
Επομένως, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, πρέπει να μπορεί όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι "ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών πρέπει να εκτιμάται, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψή της, καθώς και με όλες τις άλλες ρήτρες της σύμβασης, μολονότι ορισμένες από τις ρήτρες αυτές κηρύχθηκαν ή θεωρήθηκαν καταχρηστικές και, ως εκ τούτου, άκυρες από τον εθνικό νομοθέτη σε μεταγενέστερο χρόνο".
Τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι "εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αντί του καταναλωτή υπό την ιδιότητα του ενάγοντος, τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών διάφορων από τη ρήτρα περί του συναλλαγματικού κινδύνου, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία".